- μάγαδιν
- μάγαδιςmagadisfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερεθίζω — (AM ἐρεθίζω) 1. εξοργίζω, εξάπτω, εκνευρίζω («ἀλλ’ ἴθι, μὴ μ’ ἐρέθιζε», Ομ. Ιλ.) 2. (για όργανα τού σώματος) αυξάνω την πάθηση, προκαλώ φλόγωση, ερεθισμό («αυτή η αλοιφή μού ερέθισε το τραύμα») 3. προκαλώ ερωτική διέγερση («η θέα της ερεθίζει… … Dictionary of Greek
grulde — vb. == struck. O. and N. 142. Probably from AS. ‘grillan,’ to provoke, and hence to keep on touching or striking, so as to irritate. Cf. the ἐρεθίζειν μάγαδιν of Telestes, ap. Ath. 637 A … Oldest English Words